διαχειμάζει

διαχειμάζει
διαχειμάζω
pass the winter
pres ind mp 2nd sg
διαχειμάζω
pass the winter
pres ind act 3rd sg
διαχειμάζω
pass the winter
pres ind mp 2nd sg
διαχειμάζω
pass the winter
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • πελίδνη — (pelidna). Γένος πτηνών, που διαχειμάζει στη νότια Ευρώπη και στην Αίγυπτο. Έχει φτερούγες μακριές και κοντή ουρά. Ζει κοντά σε νερά. Στην Ελλάδα διαχειμάζει ένα είδος του γένους, που η επιστημονική ονομασία του είναι π. η φαιά. * * * ἡ, Α… …   Dictionary of Greek

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …   Dictionary of Greek

  • ερωδιός — (Αrdea).Γένοςπτηνώντηςοικογένειαςτων αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακρύποδα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν τον μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δεν θηρεύονται,… …   Dictionary of Greek

  • ορίολος — (oriolus oriolus). Πουλί της οικογένειας των οριολιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Ο o., που έχει συνολικό μήκος περίπου 25 εκ., φωλιάζει στην Ευρώπη, όχι πέρα από τον βόρειο παράλληλο 63° και στη νοτιοδυτική Ασία και διαχειμάζει στην τροπική… …   Dictionary of Greek

  • περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες …   Dictionary of Greek

  • περονόσπορος — Ονομασία που δίνεται σε πολυάριθμες ασθένειες των φυτών, που προκαλούνται από μικροσκοπικούς φυκομύκητες της οικογένειας των Περονοσποριδών· το φυτικό σώμα αυτών των μικρομυκήτων είναι ένα νηματοειδές μυκήλιο, που αποτελείται από υφές με πολύ… …   Dictionary of Greek

  • πετροχελίδονο — (apus apus). Πουλί της οικογένειας των αποδιδών, της τάξης των αποδόμορφων. Με το συνολικό σχήμα του και τις διάφορες συνήθειες του, το π. θυμίζει τους Χελιδονίδες, με τους οποίους συγχέεται μερικές φορές. Το π. έχει πολύ μακριά και δρεπανοειδή… …   Dictionary of Greek

  • σπίνος — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”